ἐπαλής

ἐπαλής
ἐπᾱλής, ές, (ἀλέα B)
A open to the sun, sunny,

λέσχη Hes.Op.493

(nisi leg. ἐπ' ἀλέα, cf. ἁλής).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επαλής — ἐπαλής, ές (Α) 1. θερμός από τον ήλιο ή τη φωτιά, ευήλιος («ἐπαλέα λέσχην ὥρη χειμερίη», Ησίοδ.) 2. (κατά τη γνώμη άλλων παράγεται από το ἁλίζω = συναθροίζω και ερμηνεύουν: πλήρης, γεμάτος). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *άλεος, το ή αλέα «θερμότης, ηλιακή …   Dictionary of Greek

  • ἐπαλέα — ἐπᾱλέα , ἐπαλής open to the sun neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐπᾱλέα , ἐπαλής open to the sun masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”